λοχώ

λοχώ
(I)
λοχώ, ἡ (Α)
λεχώνα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταγενέστερος τ. του λεχώ. Ο τ. λοχώ < λόχος + επίθημα -ώ, που απαντά σε θηλ. ονόματα (πρβλ. μορμ-ώ, μορφ-ώ)].
————————
(II)
λοχῶ, -άω (Α) [λόχος]
1. ενεδρεύω, τοποθετούμαι για ενέδρα, παραφυλάω, παραμονεύω, στήνω καρτέρι (α. «τὸν δέ... οἴκαδ' ἰόντα λοχῶσιν», Ομ. Οδ.
β. «λοχᾷ ἐπὶ δένδρεον ἀναβάς», Ηρόδ.)
2. καταλαμβάνω έναν τόπο για να ενεδρεύσω («ἐλόχησαν τὴν ἐν Πηδάσῳ ὀδόν», Ηρόδ.)
3. μτφ. στήνω παγίδα («πάλαι οἷον λοχῶντες τὴν πρὸς Ῥωμαίους φιλίαν» — στήνοντας παγίδα στους Ρωμαίους με τη φιλική τους συμπεριφορά, Πολ.)
4. μέσ. λοχῶμαι, -άομαι
α) συλλαμβάνω με ενέδρα («Μελανίππην Ἥρως Ἡρακλέως ἐλοχήσατο», Απολλ. Ρόδ.)
β) ενεδρεύομαι, παγιδεύομαι, μού στήνουν ενέδρα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • λοχῶ — λοχάω lie in wait for pres imperat mp 2nd sg λοχάω lie in wait for pres subj act 1st sg (attic epic ionic) λοχάω lie in wait for pres ind act 1st sg (attic epic ionic) λοχάω lie in wait for pres subj act 1st sg (attic epic doric ionic) λοχάω lie… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λόχω — λόχος ambush masc nom/voc/acc dual λόχος ambush masc gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λόχῳ — λόχος ambush masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λόχωι — λόχῳ , λόχος ambush masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λοχοῦς — λοχέος masc acc pl (attic epic doric) λοχέος masc nom sg (attic epic doric) λοχώ fem nom/voc pl λοχώ fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταλοχώ — καταλοχῶ, άω (Α) στήνω ενέδρα εναντίον κάποιου. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + λοχῶ «ενεδρεύω» (< λόχος)] …   Dictionary of Greek

  • λοχητής — λοχητής, ὁ (Α) [λοχώ] αυτός που ενεδρεύει, που παραμονεύει …   Dictionary of Greek

  • λοχούς — λοχοῡς, ἡ (Α) η λεχώνα. [ΕΤΥΜΟΛ. < γεν. λοχοῡς τού τ. λοχώ*] …   Dictionary of Greek

  • λόχησις — λόχησις, ἡ (Α) [λοχώ] (κατά το λεξ. Σούδα) «ἐνέδρα» …   Dictionary of Greek

  • λόχος — ο (AM λόχος, Μ και λόγχος) νεοελλ. 1. στρατ. τμήμα πεζικού τού στρατού ξηράς, υποδιαίρεση τού τάγματος, το οποίο διοικείται από λοχαγό 2. πολλά άτομα μαζί 3. φρ. «ιερός λόχος» α) στρατιωτικό σώμα που καταρτίστηκε το 1821 στη Μολδαβία από τον Αλ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”